- σχιστόκερκος
- ο, Νζωολ. γένος μεταναστευτικών ακρίδων με δύο είδη, που αποτελούν μάστιγα για τη γεωργία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. schistocerca (< σχιστός + κέρκος «ουρά»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… … Dictionary of Greek
ακριδίδες — (acrididae). Επιστημονική ονομασία οικογένειας ορθοπτέρων εντόμων. Περιλαμβάνει τις ακρίδες και όλες τις συγγενικές μορφές τους. Το μήκος του σώματος των α. κυμαίνεται από 2 έως 7 εκ. Το σώμα τους είναι μακρουλό και πιεσμένο στα πλάγια, ενώ το… … Dictionary of Greek